- αποδέλοιπος
- -η, -ο (Μ ἀποδέλοιπος, -η, -ον)αυτός που απομένει, υπόλοιποςνεοελλ.φρ. «και στ' αποδέλοιπα» — με το καλό να παντρευτούν και τ' άλλα σου παιδιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < απο-* + δελοιπός < δε + λοιπός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λοιπός — (I) ή, ό (AM λοιπός, ή, όν, Μ και ἐλοιπός, ή, όν) 1. αυτός που υπολείπεται μετά από αφαίρεση ή από χωρισμό, υπόλοιπος (α. «μόνο πέντε υπάλληλοι έκαναν απεργία, οι λοιποί πήγαν κανονικά στη δουλειά τους» β. «λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον ἔχει... εὐδίαν»,… … Dictionary of Greek